Tuesday, August 30, 2016

Η πίσω αυλή

      Οι πίσω αυλές για την ακρίβεια, γιατί είναι δύο εκείνες που βλέπω από το γραφείο μου. Απλά η μία ακολουθεί μονότροπη ζωή, τη ρουτίνα της ηλικιωμένης γειτόνισσας που κατεβαίνει με κόπο τα σιδερένια σκαλιά, φέρνει από το πλυσταριό τη σκάφη με τα ρούχα κι απλώνει. Διακριτικά χαιρετιόμαστε και πιο φωναχτά πεντέξι φορές το χρόνο, όταν θεωρεί πως γύρισα από διακοπές. Κουρασμένη κάποτε κάθεται στο σκαλοπάτι της και κοιτάζει χαμηλά, μάλλον προς χρόνια που άφησε ανεβαίνοντας την κλίμακα. Ανοίγει έπειτα την πόρτα και χάνεται. Ο μεντεσές, αλάδωτος, πάντα τρίζει.  
Κάτι θα λέει κι αυτός, αλλά δεν έμαθα τη γλώσσα του σιδήρου για την ώρα. Η άλλη αυλή ζει πιο ακανόνιστα. Μου φαίνεται διαρκώς εγκαταλελειμμένη, μα σίγουρα σφάλλω γιατί τα δέντρα της ευδοκιμούν και δεν παραδόθηκε σε αγριόχορτα, σε σκουπίδια, σε γκρεμίσματα, όλα σημάδια της ανθρώπινης εντροπίας. Σα για να εξαγοράσει την ησυχία της, έρχεται το τέλος του Ιουλίου και γεμίζει φωνές: αρκούν τρία παιδάκια και δυο μητέρες για να γίνει κοσμοπανήγυρις στη χώρα αυτή. Από τις ομιλίες, τις απαγορεύσεις, τα ολισθήματα καταλαβαίνει κανείς πολλά. Είναι τα παιδιά που έρχονται από τη Γερμανία για να επισκεφτούν τους γονείς. Άπαξ του έτους. Τα εγγόνια είναι ξετρελαμένα από την περιτείχιστη ελευθερία της πίσω αυλής, τρέχουν γύρω από τις βυσσινιές και τη μουσμουλιά. Ανάμικτα μιλούν τα ελληνογερμανικά. Μα και οι μητέρες βάζουν λέξεις της γερμανικής καθημερινότητας των αντικειμένων. Μιλούν έντονα, περιγράφοντας η μια στην άλλη. Άρα σε άλλες πόλεις θα ζουν ή σε άλλες γειτονιές μακρινές στην ίδια μεγαλούπολη και δεν ανταμώνουν συχνά. Έπειτα, τέλος Αυγούστου, πλακώνει η σιωπή. Ποιος ξέρει ποια Στουτγάρδη, ποιο Αμβούργο καταπίνει τις συλλαβές τους. 
     Νομίζω ότι αυτές οι πίσω αυλές, όταν η τυφλότητα μας αφαιρέσει κάθε άλλη ματιά κατανόησης, θα μας θυμίζουν την ενότητα της εμπειρίας στη νότιο και νοτιοανατολική Μεσόγειο: η γλώσσα των μεταναστών που επιτρέπεται για τρεις βδομάδες μόνο. Επισκέπτες. Οικείοι. Ξενωθέντες.

Labels: ,

Wednesday, August 24, 2016

Περί βιογραφίας

Περί βιογραφίας (2β)
      Μια παρέκβαση με τις ελευθερίες της: Βιογραφούνται άραγε και οι πόλεις; Και ποιοι, αν ναι, οι βιογράφοι τους; Νομίζω πως o,τιδήποτε ανθρώπινο ή ανθρωπογενές είναι ή, καλύτερα, γίνεται με τον καιρό μανιώδες με τη βιογραφία. Είναι λογικό, γιατί αυτή ανακουφίζει (χωρίς να θεραπεύει) δύο μάστιγες: α. την απορία για την αφετηρία και β. την οχύρωση απέναντι στη σκληρή δίδυμη αδερφή της Μνημοσύνης, την αδιάφορη κανίβαλη Λησμοσύνη. Άλλωστε από νωρίς οι πόλεις έλαβαν ανθρώπινη μορφή. Στη μια όψη των αρχαίων νομισμάτων είτε ταυτίζονται με την ανθρώπινη μορφή θεών ή ηρώων είτε απεικονίζονται αυτές οι ίδιες προσωποποιημένες. Φορούν την ανθρώπινη μορφή ή, αφαιρετικά, εκτίθενται ως το κατεξοχήν μνημείο τους (ένα ταφικό μνημείο, ένα άγαλμα) φτιαγμένο από τα χέρια ανθρώπων. Ο οικιστής είναι η μαία κι ο νομοθέτης γίνεται ο τροφός της πόλης. Κάποτε μπορεί και να μαζέψω εκείνα τα tondi στα οποία οι πόλεις εμφανίζονται ως αρχόντισσες εστεμμένες με κάστρα. Μαίνεται έπειτα κι ο πόθος των επιφανών να δώσουν το κύριο όνομά τους σε πόλεις. Να διαιωνίσουν το κορμί που γερνάει πάνω σε δρόμους, σε αγορά, σε στοές και βουλευτήρια.
     Βιογράφοι των πόλεων αυτοί που ξεθάβουν (οι αρχαιολόγοι) κι αυτοί που θάβουν (οι νεκροθάφτες), αυτοβιογράφοι των πόλεων οι αστυλάτρες ποιητές, οι φιλοπόλιδες πεζογράφοι, οι δημοτικοί άρχοντες και οι πολεοδόμοι με όραμα. Πάντα δείχνουν προς την πόλη σημειώνοντας και το διαβατικό εγώ τους: σε χαρτί, σε ριζόχαρτο, σε μάρμαρο, σε μέταλλο. Αυτοβιογράφοι των πόλεων και γκραφιτάδες που φωσφορικά επιμένουν να υπενθυμίζουν ότι ζουν με το κωδικό τους όνομα εκεί ή που κάτι βάζουν από την όψη τους στα αναπαραστατικά έργα τους.
      Έτσι, τρεις βασικούς τόμους βιογραφίας του αστικού χώρου εντοπίζω εδώ: την ανασκαφή (σχεδιασμένη χωρίς χρονικό όριο ή βιαστική κι απροσχεδίαστη, όταν σκάβουν οι πόλεις τα σωθικά τους μήπως κι αλλάξουν στο "μονδέρνο" με τα μετρό και τα μωλ, μ'όλο που βέβαια ξέρουν τι χαλούν μα δε θέλουν να ξέρουν τι θα φτιάξουν), το μουσείο (είναι το οικογενειακό άλμπουμ από τη ζωή της πόλης, το σπίτι, τα δωμάτια, ο κήπος, οι συγγενείς, οι επισκέπτες, οι γόνιμοι, οι άγονοι, οι απόκληροι μιας φαμελιάς) και το κοιμητήριο (όπου οι αληθινοί πολίτες έγειραν το κεφάλι αφού υπέπεσαν στο γενικό σφάλμα της θνητότητας εμπιστευόμενοι, οι αισιόδοξοι, τη μνήμη των αγαπημένων).
    

Ο Ηρόστρατος θέλησε να διαιωνιστεί βλάπτοντας το σύμβολο της πόλης του, της Εφέσου. Ηρόστρατοι, το λοιπόν, και οι δήμαρχοι της κωμοπόλεως που σχεδόν απείλησα δυο κείμενα προηγουμένως να λούσω με σελίδες από τη βιογραφία του Παζολίνι με τη συνέργεια του ανέμου, ενός απογευματινού λίβα. Αποφάσισαν, χάριν διαιωνίσεως των εντελώς προβανσάλ ονομάτων τους, την καταστροφή του παλιού κοιμητηρίου της, που από 25ετίας έχει σταματήσει να δέχεται την πικρή σπορά του τέλους. Θέλουν να φτιάξουν πάρκο. Ήδη τα τέσσερα που υπάρχουν δε φτάνουν, ως φαίνεται, αν και ασύχναστα παραμένουν. Ποιος ξέρει τι πλάκες μαρμάρου ονειρεύονται ή τι ταξίματα άκουσαν. Γεγονός παραμένει πως πολλά οικογενειακά ονόματα έσβησαν πια οριστικά με τις μπουλντόζες. Πολίτες που είχε θερίσει η προσφυγιά, η ελονοσία, το χτικιό, η βουλγαρική κατοχή, ο άγριος Εμφύλιος κι άτυχοι έρωτες οριστικά δόθηκαν λάφυρο στη Λησμοσύνη. Πάει και το ταφικό παρεκκλήσι εκείνου του τοπικού Μαυσώλου που θέλησε να εξαγοράσει την παραγνώριση και την ανυποληψία με μάρμαρα. Κι ας είχε γίνει περίπου τοπική παροιμιώδης έκφραση η οικοδόμηση του τάφου. Αναρωτιέμαι... Ο νεκροθάφτης είναι βιογράφος της πόλης (εμπιστευόμενος στη μνήμη το ανίσχυρο σώμα). Ο καταστροφέας δήμαρχος τι άλλο είναι παρά σαράκι στον τόμο της βιογραφίας;

Labels: , ,

Tuesday, August 23, 2016

Περί βιογραφίας

Περί βιογραφίας (2α)
      Για να ξεκουράζομαι από την απόλαυση της ανάγνωσης του βιογραφικού κειμένου που προμνημόνευσα, διαβάζω ξανά του Φιλίπ Ντελέρμ, Έργα και ημέρες του αξιότιμου κυρίου Σ., εκδόσεων Πατάκη. Πέρασαν κιόλας επτάμιση χρόνια από την πρώτη, σύντομη κλινοπάλη μας. Είναι σχεδόν αστεία η συνήθειά μου να υπογράφω τους τόμους με δύο τρόπους. Τη μέρα της απόκτησής τους και τη μέρα της ολοκλήρωσης της πρώτης ανάγνωσης. Ευτυχώς δε μου πέρασε από το νου να υπογράφω τις επόμενες αναγνώσεις, γιατί μερικοί τόμοι θα έμοιαζαν με οθωμανικά κατάστιχα. Το αστείο έχει πάντα τη χρήσιμη όψη του: η υπογραφή μου βραδέως εξελίσσεται σε κάτι δυσανάγνωστο, ερμητικό. Θα έρθει η στιγμή που θα με εκδιώξουν περιφρονητικά από τις τράπεζες ως πλαστογράφο. Παλαιά ήλπιζα ότι σύντομα θα καταργηθούν τα αραβικά αριθμητικά ψηφία και σημείωνα τις χρονολογίες με τα δοκιμασμένα ελληνικά γράμματα-αριθμητικά ψηφία. Η ελπίδα μου για τους αριθμούς μετατρέπεται πια σε βεβαιότητα, αλλά από λύπηση προς τα κλασσικά αριθμητικά ψηφία (που μετρημένες έχουν τις μέρες τους) άρχισα να τα χρησιμοποιώ περισσότερο. Για να ολοκληρωθεί το αστείο με τα στοιχεία καταγραφής, σημειώνω α. τον τόπο απόκτησης και β. τον τόπο ολοκλήρωσης της πρώτης ανάγνωσης. Μπορεί να φανταστεί κανείς σε τι ταλαιπωρίες μνημοτεχνίας εκτίθεμαι, βλέποντας ξανά Θεσ/νικη, Καβάλα, Αθήναι, Χρυσ/λη, Αμμάν, Δαμασκός, ... , γραμμένα.
     Η μετάφραση της Μαρίας Πετρόχειλου δε θέτει πάλι ζητήματα. Είναι προσεκτική και χωρίς φιοριτούρες, πράγμα που πολύ ταιριάζει σε κείμενο που χρησιμοποιεί τη μικρή φόρμα. Αλλά έπρεπε, θαρρώ, να πατήσει πόδι, όταν βάζαν τον τίτλο στην έκδοση με τη λογική του γούστου της αγοράς, αφού απομακρύνθηκαν πολύ από τον πρωτότυπο ("Είχε βρέξει πολύ όλην την Κυριακή"). Πόσο μάλλον που γούστο και αγορά είναι έννοιες πιο άπιαστες κι από το φάντασμα του Δαρείου. Η έννοια της Βροχής μια χαρά στάζει Παρίσι. Και "όλην την Κυριακή" τέλεια ταιριάζει με εκείνον τον ευτυχή-δυστυχή-κινητικό- αενάως αμετάθετο ταχυδρομικό υπάλληλο Σπιτσβέγκ. Γιατί τις Κυριακές μπορεί να πανικοβληθεί κι ο πιο ψύχραιμος υπάλληλος. Η επιλογή του ελληνικού τίτλου (Έργα και ημέρες του αξιότιμου κυρίου Σ.) έχει ενδιαφέρον από την άποψη ότι υπονοεί την αγάπη των εγχώριων για τη βιογραφία. Όνομα, δράση και χωροχρονική αναφορά είναι απαραίτητα συστατικά της βιογραφίας, ενός θραύσματος δηλαδή της ραγισμένης ιστορίας/Ιστορίας. Δε θέλω να χαλάσω την απόλαυση για τους μελλοντικούς αναγνώστες και δε σημειώνω λεπτομέρειες. Τα κεφάλαια σπάνια ξεπερνούν τις τρεις σελίδες κι, επομένως, το κείμενο προσφέρεται για ασκήσεις ανάγνωσης, επανεξοικείωσης με το συνεχή λόγο, αλλά και για τη νύστα που δεν είναι αρκετή για έναν "μια-κι-έξω" ύπνο μεσημεριανό. Γενικά, και το Παρίσι εμφανίζεται και τα μουσεία κι ο χάρτης του τερατώδους μετρό (ένα βάσανο για τους πάσχοντες από πρεσβυωπία, όπως ο γράφων) και αλσατικές σπεσιαλιτέ κ.α. Εδώ τα μικρά κεφάλαια συνθέτουν μια ελλειπτική βιογραφία, σαν τελίτσες των πουαντιγιστών. Επειδή ο βιογραφούμενος άνθρωπος είναι η φωτογραφία που πρέπει να υπάρχει στο λήμμα "Αστική Ρουτίνα", μπορούμε να προεκτείνουμε τη χρονική έκταση και προς το παρελθόν και προς το μέλλον. Έτσι, τα επεισόδια δεν υπαινίσσονται τη μοναδικότητά τους (μια από τις απαιτήσεις του δραματικού) μα φτιάχνουν τον "τρόπο" του Σπιτσβέγκ για τη ζωή, την πόλη και τους άλλους ανθρώπους.
     Όπως καταλαβαίνετε, ο τόμος αυτός δε διαλύεται, δεν πάει να διασκορπιστεί σε δρόμους κωμοπόλεων με τον αέρα: ο άνθρωπος αυτός υπάρχει επειδή βιογραφείται. Δεν είναι ότι δεν έχει τα έργα του κι αυτός. Είναι ότι δεν ενδιέφεραν κανέναν, προτού τα επινοήσει-εκθέσει ο Δημιουργός του, ο βιογράφος. Αν διασκορπίσουμε τις σελίδες, δε θα έχει ακυρωθεί μόνον ο τόμος μα και το πρόσωπο της αφήγησης.

Labels: ,

Περί βιογραφίας

Περί βιογραφίας (1)
    
     Είναι σωστό το παλαιό και τελεσίδικο "έχουν τα βιβλία τη μοίρα τους". Το λέω έχοντας χειροπιαστό παράδειγμα μια επιτυχημένη αποτυχία: ολοκληρώνω με μεγάλη αγωνία για το τελευταίο κεφάλαιο την ανάγνωση βιογραφικής μελέτης πάνω στο έργο του Παζολίνι. Δεν κρύβω ποτέ, σαν έρθει ο λόγος, τη λατρεία μου για το κινηματογραφικό έργο του. Από τη λογοτεχνική παραγωγή του ξέρω λιγότερα. Πάντως το Amado mio με είχε συγκλονίσει στον καιρό της ελληνικής κυκλοφορίας του. Πίσω στη βιογραφία. Η μετάφραση του Προκόπη Σοφρά είναι μετρημένη και στρωτή, δε δυσχεραίνει την ανάγνωση του κειμένου του Ρενέ ντε Σεκατύ, ο οποίος υπήρξε κι εκείνος μεταφραστής έργων του Παζολίνι (στη γαλλική). Η έμφαση είναι στην ενότητα λογοτεχνήματος και κινηματογραφικής αναπαράστασης και στην αγχώδη αναμέτρηση με τη Λερναία Ύδρα που είναι στεφανωμένη με πολλές ελπίδες κυνηγών κι αναδύεται άμα τη φωνάξει κανείς "Πραγματικότητα". 
     Το παιχνίδι της μοίρας μού το έπαιξαν οι εκδόσεις Κασταλία: διάλεξαν το σωστό τίτλο να εκδώσουν μα τη λάθος κόλλα για να δέσουν το χαρτί. Όσο διάβαζα, ο τόμος διαλυόταν. Κάποτε και σε μονόφυλλα. Ο,τιδήποτε όμως έχει απολλώνειο το όνομα, προτρέπει στην ερμηνεία ενός χρησμού για τα τυχαία. Η ζωή του Παζολίνι διαλυόταν μπροστά μου και μάλιστα όχι ανά κεφάλαιο. Αν μπορούσα να γίνω λίγο περισσότερο άφροντις, θα είχαν λούσει τους δρόμους της κωμόπολης μικρές σελίδες δημοσιογραφικού χάρτου. Σκέφτηκα ότι έτσι πρέπει να γίνεται με τις ερμηνευτικές βιογραφίες: να διαλύονται καθώς τις διαβάζεις. Να μην απομένουν παρά τα εξώφυλλα έτσι ώστε να μην μπορείς να τις χρησιμοποιήσεις σε τίποτα φιλολογικό, σε κανέναν υπομνηματισμό, σε καμιά απαίτηση για έργο αναφοράς: Βέβαια, εσύ, ο τυχερός προ της διάλυσης αναγνώστης, κάτι συγκράτησες, κάπως ξανασκέφτηκες τον αγαπημένο δημιουργό, αλλά χωρίς να μπορείς να το παρακάνεις και να ξεχάσεις πως άλλο το έργο, άλλο η ζωή. Φωτίζει ο βίος τη δημιουργία κάποιου: είτε ως ψυχολογική αιτιολόγηση, είτε ως ιδεολογική καταβολή. Όμως το φως είναι παράξενη ουσία: δείχνει, κρύβει, βεβαιώνει, παραμορφώνει. 
    Σκέφτομαι την έκπληξη να λάβει εξ ουρανού κανείς μια σελίδα βιογραφίας με λεπτομέρειες ενός πρώιμου αδελφικού θανάτου (στη νιότη του ο Παζολίνι έχασε το μικρότερο παρτιζάνο αδερφό του, δολοφονημένο από μια παρανόηση) ή ένα υποτιθέμενο σεξουαλικό σκάνδαλο για να διευκολύνουν οι άθλιοι εντολείς του Τύπου την περιθωριοποίηση του μεγάλου σκηνοθέτη. Το διαβάζεις. Το πιο καλό είναι μετά να το κάνεις βαρκούλα και να το αφήσεις: θα έχει κιόλας επιτελέσει μια λειτουργία, αφού χάρη στη βαρκούλα θα έχεις ξαναδεί και το νερό και τις όχθες που είναι το έργο του δημιουργού.

Labels: , ,

Tuesday, July 02, 2013

Σκιές το καλοκαίρι.

Πιο ανέτοιμους μας βρίσκουν τα τραγικά νέα. Τα καλά με προσοχή τα ετοιμάζουμε κι αν δεν το ομολογούμε από φόβο δεισιδαίμονα, καθόμαστε κάτω από το δέντρο της ζωής μας ή αντίκρυ από το δέντρο της ζωής του άλλου και περιμένουμε μήπως ωριμάσει κανένας καρπός χαράς ή δικαιοσύνης ή εκπλήρωσης. Τα τραγικά έρχονται με πολλούς τρόπους: τηλέφωνο απογευματινό, βραδινή διάδοση των νέων, μια σειρά πυκνογραμμένη σε είδηση ή άρθρο. Τίποτα πιο οδυνηρό από την παράλογη διαταραχή στο χρόνο της λογικής: να φύγει πρώτα ο νέος. Μαθαίνω λοιπόν το χαμό του Παντελή. Δεν τον θυμάμαι, δεν τον ήξερα με τον τρόπο που φιλοτεχνεί η τάξη και η διδασκαλία. Μόνο θυμάμαι τη μικρή μας στιχομυθία καθώς μου παρέδιδε το γραπτό του πριν τρεις εβδομάδες. Λόγω συνωνυμίας με μια μαθήτριά μου, τον ρώτησα αν ήταν αδελφός της. "Όχι κύριε, δεν είμαστε αδέρφια". Μόνον αυτό θυμάμαι, την ευγενική φωνή.
 
 Τώρα σκιές πέφτουν στα πράγματα: στο θρανίο που προτιμούσε, στην πολυκατοικία που ανεβοκατέβαινε, στο μάρμαρο που άφησε εν μέσω αγοραπωλησιών το άνθος της τελευταίας του κίνησης. Έπειτα αρχίζει να ακούει κανείς ερμηνείες ή εικασίες. Ίσως θα αρκούσε
να λυπάται για τις σκιές.

Monday, June 17, 2013

Ταβέρνα "Οι αχάριστοι"


Για πολύ καιρό: μια υπόθεση που τράβηξε σε μάκρος και κακοφόρμισε, όπως οι πληγές που λίγο στην αρχή δίνουν σημεία φλόγωσης κι ερεθισμού... Δε θα πω εδώ δα τις συνέπειες μιας παλιάς ιστορίας ούτε και τα περιστατικά της γιατί δεν μπορώ να φανταστώ ούτε αναγνώστη ούτε αναγνώστρια ούτε κάποιον που περαστικά ξεχορταριάζει σελίδες παρατημένες... Φανταζόμουν όμως στο τέλος της αποσιωπημένης ιστορίας να φτιάχναμε μια ταβέρνα, εκεί στο τέλος της μικρής μας στοάς, λίγο στο πλατύ μωσαϊκό, λίγο στην παρακμασμένη μας αυλή που τώρα θα ζούσε στιγμές νέας δόξας. Εγώ δε που θυμάμαι και θυμάμαι σκηνές από τη δεκαετία του '70, θα μπορούσα να διακρίνω πίσω από τα καινούργια, πίσω από τα θερινά καθίσματα τους τοίχους ενός άλλου σπιτιού, χοντρούς και πέτρινους, από εκείνους που ξόρκιζαν το καλοκαίρι. Ίσως να γινόμουν προσωρινά εστιάτορας και για τις αραιές παρέες των φίλων κανέναν Αύγουστο μελαγχολικός τραγουδιστής. Βέβαια το βάρος θα έπεφτε σε άλλους, ο κόπος αλλά και τα μπερεκέτια της δουλειάς. Οι συνταγές θα είχαν είτε κάτι λίγο καυτερό, όπως ο βραδύκαυστος πόνος της αγνωμοσύνης είτε κάτι ανεπαίσθητα πικρό, κάτι από την πανδαισία της καμένης ζάχαρης που διαλύεται σε λίγο ζωμό ή ξύδι αρωματισμένο. Όπως η αχαριστία δια βίου. Συγκεκαλυμμένη, μασκαρεμένη, ξαναβαφτισμένη, αλλά παρούσα. Ο κατάλογος θα ήταν γραμμένος πάνω σε αχνοτυπωμένα δικόγραφα. Με το χέρι και με μια μελάνη που κι εκείνη είναι πικρή για όποιον σε στιγμή τρέλας τη δοκίμασε, ιδίως δε η σινική αφού είναι πιο πυκνή. Ο λογαριασμός θα όριζε και μια μικρή, μια ελάχιστη έκπτωση για την ψυχή των αχάριστων. Μα ποιος θα ερχόταν, ποιος θα το δούλευε (που θέλει χέρια και ψυχές καθαρά τέτοιος χώρος, να μη φοβηθείς, να μην τα συμβιβάσεις με τις προσκυνημένες σου περιστάσεις);... Κι εκείνους που σκεφτόμουν να είναι πίσω από το ψυγείο με τα τυριά και τις ελιές από όλα τα μέρη της νόστιμης πατρίδας, δεν τους σκέφτομαι πια διόλου.

Wednesday, March 14, 2012

Η γλώσσα μιας παιδείας δήθεν παλιάς

Συνέχεια των χθεσινών,
η παρακολούθηση με τους μαθητές της ταινίας του Γιώργου Τζαβέλλα του 1961.
Ο σκηνοθέτης είχε κι αυτός, νομίζω, την πρόθεση διδακτικής καθοδήγησης ενός κοινού που ήταν αμάθητο στην αρχαία γραμματεία.

Βέβαια, δεν είναι η προσοχή που αποσπά κάτι έξω από τα συνήθη της διδασκαλίας που με εκπλήσσει: αυτό είναι γνωστό και βοηθάει να βρίσκουμε μικρά παράθυρα συγκέντρωσης κι επικοινωνίας στα σοβαρά θέματα της μάθησης. Εννοώ τη συγκινημένη παρουσία του δασκάλου και του μαθητή κι αυτή τη διάθεση που παίρνει κανείς μαζί του, συμμαζεύοντας την τσάντα του για να βγει ξανά στο φως της μέρας.
Αλλά ξαναβλέποντάς το, άκουγα την ακρίβεια της μετάφρασης. Δημοτική επιμελής, εκφραστική, καταληπτή, ισορροπημένη. Πενήντα ένα χρόνια αργότερα, αναρωτιέται κανείς πόσο βοήθησε η Μπαμπινιωτική αναρχία των καθαρευουσιάνικων επελάσεων από τις ομιλούσες μάσκες, πρώτα στην τηλεόραση, μετά στα δημοσιευόμενα και, κάτω από κανονικές συνθήκες, μη δημοσιεύσιμα κείμενα...

Labels: , ,

Tuesday, March 13, 2012

Ας μιλήσω για στάσιμο κι όχι για ιντερμέδιο

Είχα αφήσει πολλά πράγματα στη μέση, στο τελευταίο σημείωμα του Μαΐου που μας πέρασε. Σχεδόν δέκα μήνες. Άλλαξαν όλα, η πόλη, το τοπίο από το παράθυρο, η γλώσσα, η απόστασή μου από τους πάντες σχεδόν. Μόνον ο μαγνητικός Βορράς εξακολούθησε να έλκει και να απωθεί ομοιότροπα.

Πάντοτε έχω αφήσει πολλά στη μέση.

Σημειώνοντας λοιπόν για κάποιους μαθητές μου σκέψεις για αύριο, σημείωσα τα ακόλουθα:

φωτογραφία Blake Lipthratt, Νυν γαρ εσχάτας ύπερ ρίζας ετέτατο φάος (στ. 599-600)
Αντιγόνη, B' Στάσιμο: λίγες σκέψεις
Αξίζει εδώ να στοχαστούμε πάνω στη λειτουργία που έχουν τα στάσιμα στην κλασικότερη μορφή της τραγωδίας. Ο θεατής (και ο αναγνώστης) μπορεί να υποθέσει μια στενότερη ή χαλαρότερη σχέση προς όσα έχουν διαδραματιστεί στο προηγούμενο επεισόδιο. Για παράδειγμα, στο πρώτο στάσιμο, η απροσδόκητη ανακοίνωση της βιαστικής ταφής του Πολυνείκη προκάλεσε την αντίδραση του χορού, ο οποίος ύμνησε την ανθρώπινη επινοητικότητα, το ακατάβλητο πνεύμα του ανθρώπου δημιουργού. Το δεύτερο επεισόδιο ήταν ομολογουμένως βαρύ: Η αποκάλυψη της ταυτότητας του δράστη (Αντιγόνη) συγκλόνισε το χορό και εκνεύρισε τον Κρέοντα. Η Ισμήνη έθεσε κι αυτή τον εαυτό της στη διάθεση του τιμωρού ηγεμόνα. Οι συζητήσεις ήταν αγχώδεις γιατί ισορροπούσαν σε μια λεπτή γραμμή ανάμεσα σε αισθήματα αγάπης (Αντιγόνη-Ισμήνη), θανάτου/επιβίωσης, υψηλών κινήτρων κι ευθύνης των πράξεων και σε κρίσεις περί σωφροσύνης και παραφροσύνης. Εντέλει, οι δύο αδερφές εγκαταλείπουν τη σκηνή όχι ως ελεύθερα πρόσωπα πια, μα σιδηροδέσμιες και με τη βεβαιότητα της θανατικής καταδίκης της Αντιγόνης τουλάχιστον. Ο Κρέοντας παραμένει στη σκηνή αλλά δεν είναι πια ο άνθρωπος που βγήκε στην αρχή του πρώτου επεισοδίου να χαιρετίσει το λαό του και να του εγγυηθεί ασφάλεια και ευνομία.
Το θέμα του δεύτερου στάσιμου είναι μια διεξοδική αναφορά στο θέμα της ανθρώπινης δυστυχίας, ως σταθερής συνιστώσας στη ζωή μας. Η περιγραφή ξεκινά από τα γενικά (εδώ η αισθητική εικόνα προέρχεται από τη θάλασσα που σωρεύει άμμο στο βυθό και με το κύμα της τρώει επίμονα το βράχο) και περνάει στα ειδικότερα: Εξηγεί δηλαδή πώς η δυστυχία βρίσκει το δρόμο της εξολοθρεύοντας φυσικά και εξουθενώνοντας ηθικά την οικογένεια των Λαβδακιδών, μέσω μιας κληρονομικής ροπής στην αστοχία (αισθητικά το αποδίδει ο χορός με εικόνες από τη στεριά, το δέντρο που ξεριζώνεται και το σπαρτό που κόβεται). Αν κάτι ξεφεύγει από αυτόν τον κυματισμό της δυστυχίας, είναι ο φωτισμένος κόσμος του Δία, αλλά κι εκείνος ίσα-ίσα για να παρατηρήσει την παγίδευση του ανθρώπου (Αισθητικά εδώ η εικόνα είναι ο λαμπερός Όλυμπος και η ξεκάθαρη όψη των πραγμάτων από απόσταση). Το μόνο γιατρικό, ό,τι απομένει βαρύ στο κουτί της Πανδώρας, η Ελπίδα, είναι συνήθως άχρηστη. Είτε θα είναι πλανημένη είτε η αφροσύνη, μέσω της τυφλότητας, θα την αφήσει κούφια. Εδώ ένα στενόχωρο επεισόδιο επισφραγίζεται από ένα βαρύθυμο στάσιμο.
Κάποιοι μελετητές δεν αποδέχονται την άμεση σχέση επεισοδίων-στασίμων κι, ίσως, έχουν δίκιο όταν αναφέρονται στις τραγωδίες του Ευριπίδη. Συνολικά πάντως μιλώντας, μπορούμε να πούμε ότι στο διάλειμμα μεταξύ καταιγιστικών συμβάντων, ο ποιητής μας δίνει μια ευκαιρία βαθύτερου στοχασμού και μάλιστα με τη βοήθεια εικόνων εντυπωσιακών.

Όμως τα παιδιά με κοιτούν με απορία: αντιλαμβάνονται τι λέω, αναρωτιούνται φαίνεται αν είναι ο καλύτερος τρόπος να συζητηθούν όλα αυτά μέσα από στίχους και στροφικά συστήματα.



Labels: , ,